- καθαγίζω
- καθαγίζω και ιων. τ. καταγίζω (Α)1. προσφέρω κάτι σε θεό, αφιερώνω σε θεό, καθιερώ* («ἀκροθίνια ταῡτα καταγιεῑν θεῶν ὅτεῳ, δή», Ηρόδ.)2. ιδίως για θυσία πάνω σε φωτιά («θυμιήματα δὲ παρ' αὐτῆ παντοῑα καταγίζουσι», Ηρόδ.)3. αφιερώνω, προσφέρω κάτι στις ψυχές τών νεκρών («τρέφονται δὲ ταῑς παρ' ἡμῶν χοαῑς καὶ τοῑς καθαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων», Λουκιαν.)4. (γενικώς) καίω («καταγιζομένου τοῡ καρποῡ», Ηρόδ.)5. καίω νεκρό σώμα («τὸ σῶμα τοῡ Καίσαρος ἐν ἀγορᾱ καθαγίζειν», Πλούτ.)6. κατατρώγω, καταβροχθίζω και συνεκδ. ενταφιάζω, θάβω («ὅσων σπαράγματ' ἤ κύνες καθήγισαν» — όσων τα κατασπαραγμένα σώματα έθαψαν οι σκύλοι, δηλ. τά καταβρόχθισαν, τά κατέφαγαν, Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἁγίζω].
Dictionary of Greek. 2013.